χαμαλιάτικα

χαμαλιάτικα
τα
η αμοιβή του χαμάλη, τα αχθοφορικά, τα κόμιστρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαμαλιάτικα — τα, Ν η αμοιβή τού χαμάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμάλης + κατάλ. ιάτικα που δηλώνει αμοιβή (πρβλ. αμαξ ιάτικα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”